τἀρσενικά — ἀρσενικά , ἀρσενικόν yellow orpiment neut nom/voc/acc pl ἀρσενικά , ἀρσενικός neut nom/voc/acc pl ἀρσενικά̱ , ἀρσενικός fem nom/voc/acc dual ἀρσενικά̱ , ἀρσενικός fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐρσενικά , ἐρσενικός neut nom/voc/acc pl ἐρσενικά̱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενικάς — ἀρσενικά̱ς , ἀρσενικός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… … Dictionary of Greek
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek
λιοντάρι της θάλασσας — Κοινή ονομασία θαλάσσιων θηλαστικών της οικογένειας των ωταριιδών, της τάξης των πτερυγιοπόδων. Τα ζώα αυτά έχουν ογκώδες και ατρακτοειδές σώμα, το οποίο είναι καλυμμένο από κοντό και σκληρό τρίχωμα με χρώμα που ποικίλλει από κιτρινωπό ή… … Dictionary of Greek
κουνούπι — Κοινή ονομασία δίπτερων εντόμων της οικογένειας culicidae, της υπόταξης των νηματοκέρων. Τα κ. έχουν λεπτό σώμα, που ανάλογα με το είδος μπορεί να ποικίλλει σε μήκος από 3 έως 15 χιλιοστά, και το οποίο φέρει μακριά πόδια. Το μικρό κεφάλι τους… … Dictionary of Greek
τζίτζικας — Oνομασία ομόπτερων εντόμων του γένους τέττιξ, που περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη. Πολύ κοινός στην Ελλάδα είναι ο τέττιξ ο πληβείος (cicada plebeja), μήκους περίπου 40 χλστ., μαύρου χρώματος, στικτού με κίτρινο και καλυμμένος με άσπρο χνούδι ζει… … Dictionary of Greek
κιχλίδες — (cichlidae). Οικογένεια περκόμορφων ψαριών που ζουν στα γλυκά νερά των τροπικών περιοχών της Αμερικής, της Αφρικής και της νότιας και δυτικής Ασίας. Χαρακτηρίζονται από δύο ατελείς πλευρικές γραμμές και 3 10 αγκάθια στο εδρικό τους πτερύγιο. Τα… … Dictionary of Greek
Αμφίποδα — (amphipoda).Επιστημονική ονομασία αρθρoπόδων μαλακοστράκων που ζουν στις θάλασσες, στις λίμνες, στους ποταμούς, σε αμμώδεις ακτές, σε σπήλαια και σε υγρά μέρη πολλών τροπικών νησιών. Είναι γνωστά περίπου 4.600 είδη. Αφθονούν σε ορισμένες ακτές σε … Dictionary of Greek
ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… … Dictionary of Greek